ἡμισπίθαμος

ἡμισπίθαμος
ἡμι-σπίθᾰμος [πῐ], ον,= foreg., Ph.Bel. 56.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ημισπίθαμος — ἡμισπίθαμος, ον (Α) ἡμισπιθαμιαῑος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σπιθαμή] …   Dictionary of Greek

  • ἡμισπίθαμον — ἡμισπίθαμος masc/fem acc sg ἡμισπίθαμος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

  • πενθημισπίθαμος — ον, Α αυτός που έχει μήκος ίσο με δυόμισυ σπιθαμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + ἡμισπίθαμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”